Ρούπελ: Μύθος και πραγµατικότητα

HEINZ RICHTER
Ιστορικός – Συγγραφέας

Όταν στις αρχές Φεβρουαρίου του 2002* κοίταζα μέσα από το παράθυρο ενός Airbus της Cyprus Airlines από 10.000 πόδια την πεντακάθαρη θέα στο στενό πέρασµα ανάµεσα στα βουνά του Στρυµόνα (βουλγ. Στρούµα) στην ελληνοβουλγαρική µεθόριο, έβλεπα για άλλη µια φορά καθαρά τη στρατηγική σημασία αυτής της στενωπού. ∆εξιά της φαίνονταν τα υψώµατα του ορεινού όγκου της Βροντούς να απλώνονται στο βάθος προς τα ανατολικά. Αριστερά από τη στενή δίοδο υψώνεται η απόκρηµνη οροσειρά του Μπέλες µε ύψος µέχρι 2.000 µ., και µπροστά της βρίσκεται η λίµνη Κερκίνη, µε άφθονα νερά από τις βροχές του χειµώνα και τα χιόνια που έλιωσαν. Οι απότοµες βουνοπλαγιές στα αριστερά κρατάνε ακόµα χιόνια από το χειµώνα στη βόρεια πλευρά, ενώ στις πελώριες βουνοπλαγιές στα ανατολικά φαινόταν ακόµα ένα συµπαγές στρώµα χιονιού. Ερχόµενοι από τα βόρεια βλέπουµε την ασηµένια κορδέλα του Στρυµόνα να ελίσσεται σε µαιάνδρους µέσα από το πέρασµα, το οποίο δηµιουργεί ένα ρήγµα στο φυσικό προστατευτικό τείχος της Ελλάδας απέναντι στις απειλές από την περιοχή της Βουλγαρίας.

Μερικά λεπτά πτήσης αργότερα φαίνεται ο δρόµος που διασχίζει την κοιλάδα του ποταµού Στρουµέσνιτσα και µε κατεύθυνση προς τα δυτικά οδηγεί από το Πέτριτς στην κοιλάδα του Αξιού (Βαρδάρης), η οποία ήταν το πιθανότερο σηµείο εισβολής σε περίπτωση επίθεσης εναντίον της Ελλάδας. Ήταν µία θαυµάσια, ειρηνική εικόνα μέσα στο αστραφτερό φως λίγες µέρες πριν την άνοιξη.

Μπορούσε βέβαια να αναγνωρίσει κανείς από τον αέρα τη στρατηγική σημασία της κοιλάδας του Στρυµόνα, αλλά από τα 10.000 πόδια δεν έβλεπε κανείς ότι αυτά τα βουνά της Μακεδονίας ήταν «θωρακισµένα» (‘gepanzert’), σύµφωνα µε τη διατύπωση ενός Γερµανού ιστορικού πριν από χρόνια, και δεν φανταζόταν ότι, πριν 61 χρόνια, υπήρξαν το θέατρο της στρατιωτικής αναµέτρησης ανάµεσα σε Έλληνες και Γερµανούς στρατιώτες.

Το «Panzer» της µακεδονικής µεθοριακής οροσειράς ήταν µία οχυρωµατική γραµµή, που άρχιζε στα δυτικά της τριεθνούς µεθορίου µεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, έφτανε ως την κοιλάδα του Νέστου και τον ακολουθούσε προς τα νοτιοδυτικά. Επειδή η Ελλάδα την εποχή του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου ήταν σύµµαχος της Γιουγκοσλαβίας, υπήρχε µόνο η απειλή της αναθεωρητικής –µετά τη συνθήκη του Νεϊγύ– Βουλγαρίας, και µε βάση αυτό το σκεπτικό είχε σχεδιαστεί η οχυρωµατική γραµµή.

Πάνω από όλα εξυπηρετούσε στην αποκοπή της οδικής επικοινωνίας µε τη Βουλγαρία. Στη Θράκη υπήρχαν στενοί δρόµοι µόνο στον Εχίνο και τη Νυµφαία µέσα από τα βουνά, οι οποίοι ελέγχονταν από οχυρές θέσεις. Η Μακεδονία απειλούνταν από τη Βουλγαρία µε δύο τρόπους: µέσω ενός ορεινού στενού δρόµου από το Γκότσε Ντελτσέβ προς την Εξοχή, που αποκλειόταν από τα οχυρά στο Κάτω Νευροκόπι, και µέσω ενός µεγάλου δρόµου από τη Σόφια προς τις Σέρρες κατά µήκος του Στρυµόνα.

Η νευραλγική θέση ήταν το στενό πέρασµα του Στρυµόνα µέσα από τα βουνά, το οποίο στη σχετική βιβλιογραφία αναφέρεται και ως η διάβαση του Στρυµόνα. Έχει µήκος περίπου 11 χιλ. και, στο κρίσιµο σηµείο, πλάτος περίπου 500 µ. Τη δεξιά όχθη του ποταµού ακολουθεί παράλληλα η σιδηροδροµική γραµµή και την αριστερή ο δρόµος. Αν ο αντίπαλος κατάφερνε να διασχίσει το πέρασµα, η Ελλάδα θα έχανε ολόκληρη τη Μακεδονία λόγω του περιορισµένου στρατηγικού της βάθους. Γι’ αυτό έπρεπε πάση θυσία να εµποδιστεί η διάβαση του αντιπάλου από αυτό το σηµείο.

Αυτό το γνώριζαν καλά οι σχεδιαστές της ελληνικής άµυνας και είχαν φροντίσει να γεµίσουν το στενό και τις διπλανές βουνοπλαγιές και τα ψηλότερα υψώµατα αριστερά και δεξιά µε καταφύγια και οχυρώµατα µε τέτοιο τρόπο, ώστε η κατά µέτωπο προσβολή της διόδου είτε θα αποκρουόταν µε αµυντικά πυρά είτε θα επιτυγχανόταν µε τεράστιες απώλειες και µόνο. Τα ελληνικά οχυρωµατικά έργα δεν ήταν, βέβαια, επιτεύγµατα της τεχνικής, όπως τα αντίστοιχά τους στη γαλλική γραµµή Μαζινό. Παραδείγµατος χάριν, σπανίως είχαν περιστρεφόµενους πύργους πολυβόλων, αλλά εκµεταλλεύονταν µε τον καλύτερο τρόπο το έδαφος και, καθώς ήταν χτισµένα µέσα στον φυσικό βράχο, ήταν σχεδόν απρόσβλητα από εναέριες επιθέσεις. Πολυβολεία από µπετόν που καλύπτονταν από τις δύο πλευρές, ναρκοπέδια και φράχτες µε συρµατόπλεγµα σε κλιµακωτή διάταξη δυσκόλευαν τον επιτιθέµενο να πλησιάσει στα κυρίως οχυρά.

Η βαριά οχύρωση σταµατούσε σε κάποια απόσταση πιο δυτικά. Επειδή τα σύνορα ακολουθούσαν σχεδόν παράλληλα τη συνοριακή γραµµή, ήταν σαφές πως δεν ήταν δυνατή η αποτελεσµατική υπεράσπισή τους. Γι’ αυτό το λόγο η ελληνική πλευρά είχε κατασκευάσει εκεί µόνο µερικές βάσεις, που εξυπηρετούσαν κυρίως ως παρατηρητήρια. Μία πρώτη σοβαρή αµυντική γραµµή βρισκόταν σε ένα είδος υψιπέδου σε ύψος 1.500 µ. στη νότια πλευρά της οροσειράς του Μπέλες, περίπου 1 χιλ. µακριά από τα σύνορα. Επειδή και αυτή η οχυρή θέση στην ενδοχώρα δεν θα κρατούσε πολύ, η πραγµατική αµυντική γραµµή είχε τοποθετηθεί πέρα από την κοιλάδα, την οποία διέσχιζε η σιδηροδροµική γραµµή, στην επονοµαζόµενη οροσειρά Κρούσια (Κρούσια Μπαλκάν ή Καρά Νταγ). Η οχύρωση αυτή στα αριστερά έφτανε στη λίµνη ∆οϊράνη και στη συνέχεια κινούνταν προς τα ανατολικά κατά µήκος της λίµνης Κερκίνης σε υψόµετρο περίπου 700 µ. Ούτε η οχυρή θέση στην ενδοχώρα ούτε η θέση-Κρούσια ήταν ανεπτυγµένες αµυντικές γραµµές. Προφανώς από ελληνικής πλευράς βασίζονταν στο ότι η απόκρηµνη οροσειρά του Μπέλες σχηµάτιζε ένα τόσο ογκώδες φυσικό εµπόδιο, ώστε αποκλειόταν η επίθεση και η εισβολή µιας µεγάλης στρατιωτικής οµάδας από αυτό το σηµείο.

Στη θέση Κρούσια σε περίπτωση πολέµου είχαν οριστεί θέσεις του πυροβολικού, το οποίο θα εξαπέλυε από ψηλά πυρά µε πλάγια διεύθυνση εναντίον των επιτιθέµενων. Με την προϋπόθεση ότι θα υπήρχαν διαθέσιµες επαρκείς εφεδρείες, που θα υπερασπίζονταν αποτελεσµατικά τις οροσειρές Μπέλες και Κρούσια, ακόµη και αν δεν ήταν σε θέση να εξαπολύσουν αντεπίθεση, οι αµυνόµενοι είχαν µεγάλες πιθανότητες να υπερασπιστούν αποτελεσµατικά τη Μακεδονία, τουλάχιστον εναντίον του αντιπάλου για την απόκρουση του οποίου είχαν κατασκευαστεί τα οχυρωµατικά έργα: του βουλγαρικού στρατού.

Το γνωστότερο οχυρό ήταν το οχυρό Ρούπελ, το οποίο βρισκόταν σε ένα κρίσιµο σηµείο, πάνω σε ένα ύψωµα, πριν την κυρίως οροσειρά στην αριστερή όχθη του Στρυµόνα. Όταν το Μάρτιο 1941 ο αρχηγός της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα, στρατηγός Χάιγουντ επισκέφτηκε τα οχυρά της Μακεδονίας, εντυπωσιάστηκε από το ηθικό των αµυνοµένων: «Μου έκανε µεγάλη εντύπωση το υψηλό ηθικό όλων των αξιωµατικών και των ανδρών που είδα σε αυτήν την περιοχή… Ο διοικητής του αµυντικού οχυρού Ρούπελ… είπε ότι διέθετε τρόφιµα για ένα µήνα και ότι θα µπορούσε να αντέξει άλλο ένα δεκαπενθήµερο όταν θα τελείωναν. Η διάθεση είναι περίφηµη, αλλά οι διοικητές θα συνειδητοποιήσουν τις ελλείψεις τους σε αντιαρµατικά και αντιαεροπορικά πυροβόλα, και πάνω από όλα, σε εφεδρείες. Θα καταλάβουν πως, αν διατηρήσουν τη γραµµή σε τόσο µικρό βάθος, όσο έχει σήµερα, οι αντίπαλοι µπορούν να τη διαπεράσουν στα κενά ανάµεσα στα οχυρά, και ότι θα ήταν καλύτερο να επιχειρήσουν να αποσυρθούν και να προσπαθήσουν να ακολουθήσουν παρελκυστική τακτική…».

Με άλλα λόγια: οι διοικητές του Τµήµατος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) αναγνώριζαν ακριβώς τις αδυναµίες τής θέση τους. Ο επικεφαλής της ΤΣΑΜ, στρατηγός Μπακόπουλος, ανέµενε την κύρια επίθεση ορεινών καταδροµέων από την οροσειρά του Μπέλες, και µονάδων αρµάτων µάχης κατά µήκος της κοιλάδας του Στρυµόνα. Επιπλέον, υπέθετε πως ο εχθρός θα προωθούνταν µέσω του περάσµατος Κοστουρίνο στην κοιλάδα του Βαρδάρη, το οποίο θα σήµαινε την υπερφαλάγγιση ολόκληρης της µεθορίου. Αυτή η επίθεση θα γινόταν βέβαια µέσω του γιουγκοσλαβικού εδάφους, αλλά οι Γερµανοί δεν θα έδιναν ιδιαίτερη σηµασία σε αυτό. Με δεδοµένη την κατάσταση αυτή, ο Μπακόπουλος είχε προτείνει στον αρχηγό του (τον Παπάγο) να αποσυρθούν τα στρατεύµατα από τη Μακεδονία στη θέση του Αλιάκµονα, στην οποία µπορούσαν να προβάλουν ισχυρή άµυνα. Ο Παπάγος αρνήθηκε εκνευρισµένος. Στα τέλη Μαρτίου, ο Μπακόπουλος επανέλαβε την προσπάθεια. Μαζί µε τον διοικητή Τµήµατος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας (ΤΣΚΜ), Ιωάννη Κωτούλα, οποίος διοικούσε τα ελληνικά στρατεύµατα στη θέση του Αλιάκµονα, πέταξε στην Αθήνα για να µιλήσει αυτοπροσώπως µε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Και πάλι ο Παπάγος αρνήθηκε την πρόταση υποχώρησης. Οργισµένος ο Μπακόπουλος πίστευε ότι η περαιτέρω παραµονή των στρατευµάτων στη

«Γραµµή Μεταξά» σήµαινε ότι ήταν καταδικασµένοι σε αιχµαλωσία. Γι’ αυτό είπε στον Παπάγο ότι δεν προσδοκούσε από το Τµήµα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας να επιδείξει άριστες στρατιωτικές επιδόσεις, αλλά να τιµήσει τα όπλα της πατρίδας του. Επρόκειτο για την ίδια στάση όπως στην αρχή του πολέµου, όταν ο διοικητής της 8ης (ηπειρωτικής) µεραρχίας Κατσιµήτρος είχε λάβει µία ανάλογη διαταγή. Αυτό σήµαινε ότι ο αρχηγός των ενόπλων δυνάµεων στην Αθήνα έστελνε τον Μπακόπουλο και τους άνδρες του σε έναν µάταιο πόλεµο. Ο Λεωνίδας και οι Σπαρτιάτες του γνώριζαν βέβαια ότι θα έπεφταν στη µάχη, γνώριζαν όµως, επίσης, ότι κάλυπταν την υποχώρηση του αθηναϊκού στόλου, συνεπώς εκτελούσαν µία στρατιωτική αποστολή. Οι σκέψεις του Μπακόπουλου ήταν από κάθε άποψη ορθές.

Το Επιτελείο Ανώτατης ∆ιοίκησης 12 (Armeeoberkommando, AOK) που προέλαυνε στη Βουλγαρία ακολουθούσε το εξής σχέδιο: Το Ορεινό Σώµα στρατού XVII που αποτελούνταν από την 5η και 6η ορεινή µεραρχία, καθώς και το 125ο σύνταγµα πεζικού θα άνοιγαν το στενό πέρασµα του Στρυµόνα. Η 6η ορεινή µεραρχία (Schoerner) θα περνούσε το Μπέλες από τα δυτικά και θα προέλαυνε ως τη σιδηροδροµική γραµµή που ξεκινούσε από αυτό το σηµείο και κατέληγε προς τα βόρεια στη Ροδόπολη. Η 5η ορεινή µεραρχία (Ringel) µέσω της οχυρωµατικής ζώνης στη δυτική πλευρά του στενού του Στρυµόνα θα είχε αποστολή να περάσει την οροσειρά του Μπέλες και, µαζί µε τµήµατα της 6ης ορεινής µεραρχίας, να επιτεθεί στο στενό από τα νώτα. Το ενισχυµένο ανεξάρτητο σύνταγµα πεζικού 125 θα έκανε κατά µέτωπο επίθεση στη διάβαση και θα εξουδετέρωνε τα οχυρά στα αριστερά και δεξιά, Ρούπελ και Παλιουριώνες. Επιπλέον, προβλεπόταν ότι η 72η µεραρχία πεζικού στην αριστερή πτέρυγα θα διασπούσε τις γραµµές του αντιπάλου και θα προωθούνταν µέσω του Νευροκοπίου στις Σέρρες.

Αυτή ήταν µία από τις δύο «δοκιµασµένες» µεθόδους, οι οποίες αναπτύχθηκαν στη διάσπαση της γραµµής Μαζινό το 1940. Η πρώτη, η προέλαση µέσω παρακαµπτηρίων οδών µε µονάδες τεθωρακισµένων και η πλευρική επίθεση και κατάληψη των οχυρών από τα νώτα, ήταν ανεφάρµοστη λόγω των τοπογραφικών δεδοµένων σε αυτή την περίπτωση. Η δεύτερη, η διείσδυση ειδικών µονάδων από το ασθενέστερο σηµείο και στη συνέχεια η επίθεση από τα νώτα, ήταν οπωσδήποτε σωστή, αλλά ο λόγος που σχεδιάστηκε η κατά µέτωπο επίθεση στη στενή διάβαση είναι πέραν κάθε λογικής.

Ωστόσο, στις 27 Μαρτίου συνέβη ένα γεγονός που αχρήστευσε τον µέχρι τότε σχεδιασµό των Γερµανών. Ένα φιλοβρετανικό πραξικόπηµα στο Βελιγράδι είχε αποτέλεσµα την αλλαγή στρατοπέδου της Γιουγκοσλαβίας και την εντολή του Χίτλερ να επιτεθεί και στη Γιουγκοσλαβία. Με την οδηγία αρ. 125 του Φύρερ της ίδιας ηµέρας η 18η στρατιά διατάχθηκε ρητώς να επιτεθεί στη «Γραµµή Μεταξά» µέσω Γιουγκοσλαβίας6. Τα στρατεύµατα που υπάγονταν στο Επιτελείο Ανώτατης ∆ιοίκησης 12, και τα οποία στάθµευαν στη Βουλγαρία, ανασυντάχθηκαν. Έτσι, δηµιουργήθηκε η 2η τεθωρακισµένη µεραρχία στην κοιλάδα του Στρουµέσνιτσα. Η µεραρχία αυτή έπρεπε να φτάσει στη Γιουγκοσλαβία µέσω της κοιλάδας, να στραφεί ανατολικά και να ενωθεί µε την 6η µεραρχία κατά µήκος της λίµνης Κερκίνης και να προελάσει στη Θεσσαλονίκη. Αυτή ήταν µία τυπική επιχείρηση κατάληψης που σίγουρα θα οδηγούσε σε στρατιωτική επιτυχία.

Έτσι, η επίθεση της 5ης ορεινής µεραρχίας και του 125ου συντάγµατος ήταν για την ακρίβεια περιττή, όταν άρχισε η γερµανική επίθεση στις 5 Απριλίου. Όµως, παρά τις νέες προοπτικές, οι διοικητές του 18ου ορεινού σώµατος έµειναν σταθεροί στο σχέδιό τους. ∆εν γνωρίζουµε αν αυτό δήλωνε έλλειψη ευελιξίας, αν εµπλέκονταν ζητήµατα κύρους ή αν επηρέασε ο χαρακτήρας των διοικητών. Υπάρχουν, όµως, ενδείξεις ότι έπαιξαν κάποιο ρόλο η υπερβολική αυτοπεποίθηση, η ισχυρογνωµοσύνη, η τόλµη, η αλαζονεία και ο ανταγωνισµός ανάµεσα στα διαφορετικά σώµατα στρατού, ακόµα µάλιστα και οι αντιπαλότητες ανάµεσα στις πατριωτικές ενώσεις. Το αποτέλεσµα ήταν οι αδικαιολόγητα µεγάλες απώλειες

Οι καθ’ εαυτό συγκρούσεις έχουν περιγραφεί και από τις δύο πλευρές, οπότε εδώ µπορούµε να περιοριστούµε στα ουσιαστικά γεγονότα. Η 6η ορεινή µεραρχία πέτυχε τους στόχους της την πρώτη µέρα. Η 5η ορεινή µεραρχία χρειάστηκε να δώσει σκληρές µάχες, γιατί συνάντησε τη γενναία αντίσταση των οχυρών, αλλά στις 8 Απριλίου κατόρθωσε να διασπάσει την αµυντική γραµµή. Έτσι οι τρεις αµαξιτοί δρόµοι πέρασαν στον έλεγχο των ορεινών στρατιωτικών οµάδων και αυτό έδωσε στο πεζικό τη δυνατότητα να µετακινηθεί. Αντίθετα, η µετωπική επίθεση εναντίον της ίδιας της διάβασης περιορίστηκε στη µερική κατάληψη ορισµένων θέσεων στο µέτωπο. Τα οχυρά Ρούπελ και Παλιουριώνες καθώς και το Καρατάς αντιστέκονταν µε επιτυχία.

Αµέσως µετά τη συνθηκολόγηση του Τµήµατος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας την 9η Απριλίου, τα οχυρά Παλιουριώνες, Ρούπελ, Καρατάς σταµάτησαν την ηρωική τους αντίσταση. Η πολεµική τους ισχύς είχε διατηρηθεί ακέραιη και το ηθικό των ανδρών ακλόνητο. Η πολεµική τους τακτική αποδείχτηκε διττή: αφενός η κατά µέτωπο διάβαση του στενού –εάν συνέβαινε– µε την επίθεση εναντίον αυτών των ισχυρά οχυρωµένων θέσεων που προέβαλαν σθεναρή αντίσταση να µην ήταν δυνατόν να επιτευχθεί παρά µόνο µε µεγάλες απώλειες. Οι δυνάµεις του 125ου συντάγµατος υστερούσαν πολύ στην περίπτωση µιας κατά µέτωπο διείσδυσης µέσω του στενού του Ρούπελ. Η επιτυχία των αµυνοµένων έδειξε ότι ο εµπνευστής των οχυρώσεων στο στενό το Στρυµόνα είχε τοποθετήσει ορθά τα οχυρά από πλευράς τακτικής: η δυνατότητα της εκατέρωθεν κάλυψης των οχυρών µε πυρά τα καθιστούσε εξαιρετικά αποτελεσµατικά. Επίσης αποδείχτηκε πως οι τυχόν διεισδύσεις από την πλευρά των επιτιθεµένων ήταν ήσσονος σηµασίας, αν οι αµυνόµενοι είχαν τη βούληση να επιµείνουν στην άµυνα και διέθεταν επαρκείς εφεδρείες για να πολεµήσουν στα σηµεία της εισβολής.

Όµως όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν µικρή αξία, αν, όπως και σε αυτή την περίπτωση, µπορούσε να παρακαµφθεί η θέση και να περικυκλωθεί. Οι µάχες για την κατάληψη των οχυρών της Μακεδονίας περιορίστηκαν στην ελληνική βιβλιογραφία στο οχυρό Ρούπελ και µετατράπηκαν σε µύθο. Επίσης το 1990 η επίθεση του 125ου συντάγµατος υπερτιµήθηκε ως η κύρια επίθεση στη «Γραµµή Μεταξά». Στην ξενάγηση του επισκέπτη (στρατιωτικού) του οχυρού του Ρούπελ, στο υψηλότερο σηµείο του, στο λόφο του προφήτη Ηλία, το Ρούπελ παρουσιάζεται ως απόρθητο οχυρό (impregnable fortress).

Ωστόσο η µυθοποίηση του Ρούπελ δεν έχει µεγάλη σηµασία, διότι η γενναιότητα των υπερασπιστών όλων των οχυρών ήταν αυτή που ενέπνευσε το βαθύ σεβασµό στους συνηθισµένους στη νίκη επιτιθέµενους και, τελικά, είχε αποτέλεσµα να µην αιχµαλωτιστεί ο ελληνικός στρατός µετά τη συνθηκολόγηση, αλλά να επιτραπεί στους πολεµιστές να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η στρατιωτική αβροφροσύνη κατά τη συνθηκολόγηση έδειξε ότι οι µάχες για την υπεράσπιση της γραµµής Μεταξά ήταν οι τελευταίες έντιµες και τιµηµένες µάχες του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου, διότι ήδη από την κατάληψη της Κρήτης κατέληξαν σε αγριότητες, οι οποίες στην επιχείρηση Μπαρµπαρόσα ήταν πλέον η συνήθης πρακτική.

*Περιλαμβάνεται στο έργο του Χάιντς Α. Ρίχτερ : «Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ» – Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κύπρου – Αθήνα 2009

INFO⊃ Ο Χάιντς Α. Ρίχτερ γεννήθηκε το 1939 στην πόλη Heilbronn της Γερμανίας. Σπούδασε ιστορία, πολιτειολογία, και αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Χαΐδελβέργης. Έζησε πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Διδάσκει σύγχρονη ελληνική και κυπριακή ιστορία στο Πανεπιστήμιο του Μανχάιμ. Έχει γράψει έξι βιβλία και έχει δημοσιεύσει πολλές εργασίες σχετικές με τη σύγχρονη Ελλάδα. Στη Γερμανία αναγνωρίζεται ως ειδικός στα θέματα της Σύγχρονης Ελληνική και Κυπριακής Ιστορίας. Το 2000 τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησής σας.

Πολιτική Απορρήτου
error: Content is protected !!
metaxasline.gr