ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛΥΧΡΟΥΣ*
Ιστορικός – Ερευνητής
Η απόκρυψη των εργασιών οχύρωσης και ο επακόλουθος αιφνιδιασμός του αντιπάλου στο ενδεχόμενο πολέμου αποτελούσε ένα μείζον ζήτημα για την εκάστοτε χώρα, που προχωρούσε σε κατασκευές οχυρωματικών έργων. Έτσι, και στην ελληνική περίπτωση, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας έσπευσε από την πρώτη στιγμή να δημιουργήσει ένα καθεστώς άκρας μυστικότητας, ώστε να διασφαλίσει το απόρρητο των εργασιών.
Ο τομέας που έχρηζε την μεγαλύτερη προσοχή ήταν αυτός των εργολάβων και του εργατικού προσωπικού, καθώς αυτοί ήταν σε θέση να γνωρίζουν με λεπτομέρειες τις εκτελεσθείσες εργασίες. Όπως ήταν λογικό, τυχόν διαρροές από μέρους τους εγκυμονούσαν σοβαρούς κινδύνους. Για την ελαχιστοποίηση αυτού του κινδύνου αποφασίστηκε ότι η διαδικασία ανάθεσης ενός έργου σε έναν εργολάβο θα έπρεπε να περάσει από διάφορα στάδια ελέγχου, προτού αυτή εγκριθεί. Σε πρώτο στάδιο, το Τεχνικό Συμβούλιο της Διεύθυνσης Φρουρίου Θεσσαλονίκης (Δ.Φ.Θ.), του οργάνου που ήταν υπεύθυνο για τις οχυρωματικές εργασίες, σε συνεργασία με την Επιθεώρηση Μηχανικού, εξέταζε τους υποψήφιους εργολάβους, οι οποίοι είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για τον σχετικό διαγωνισμό. Από αυτούς επιλέγονταν όσοι πληρούσαν ορισμένα κριτήρια, όπως επαρκή τεχνική κατάρτιση, οικονομικές δυνατότητες και κυρίως εθνικό φρόνημα. Για λόγους ασφαλείας οι υποψήφιοι εργολάβοι δεν λάμβαναν τα λεπτομερή σχέδια των έργων, παρά μόνο όταν κατακυρωνόταν το έργο σε αυτούς μέσω της δημοπρασίας. Επιπλέον, τα στοιχεία των διαγωνισμών παρέμεναν μυστικά και περιέρχονταν σε γνώση ελάχιστων προσώπων από τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού και της κυβέρνησης.
Όσον αφορά το προσωπικό, η διαλογή του ήταν εξίσου προσεκτική και επιμελής. Για την πρόσληψη ενός πολίτη ως εργάτη σε οχυρωματικό έργο απαιτούνταν η εξακρίβωση του κοινωνικού και εθνικού του φρονήματος, η προϋπόθεση ότι υπηρέτησε στον στρατό και επέδειξε καλή διαγωγή και πειθαρχία, καθώς και η ικανότητα του να εκτελέσει τις απαιτούμενες εργασίες με συνέπεια. Κάθε περίπτωση ακαταλληλότητας ή απειθαρχίας για οποιαδήποτε αιτία συνεπαγόταν την απόλυση του εργάτη από τον επιβλέποντα Αξιωματικό Έργου. Από το 1939 μέρος του εργατικού προσωπικού στρατολογούνταν απευθείας από τη Δ.Φ.Θ. μέσω των κατά τόπους αστυνομικών αρχών και εφοδιάζονταν με ειδικά δελτία ταυτότητας. Οι εργάτες που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονταν κυρίως από την νότια Ελλάδα και τα νησιά, ώστε να μην γνωρίζουν σε ποιο ακριβώς σημείο της χώρας κατασκευάζονταν τα οχυρά και διαρρεύσει το μυστικό. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους από τους τόπους καταγωγής τους στα εργοτάξια οι εργάτες μετακινούνταν με δεμένα μάτια. Επιπλέον, οργανώθηκε σύστημα αντικατασκοπείας μεταξύ του εργατικού προσωπικού, το οποίο επεκτεινόταν και στον πληθυσμό που κατοικούσε ή μετακινούνταν στις περιοχές που περιέβαλλαν τα έργα.
Οι επόμενες ενέργειες της κυβέρνησης για την απόκρυψη και διασφάλιση των έργων άμυνας υλοποιήθηκαν μέσω της νομοθεσίας. Συγκεκριμένα, τον Δεκέμβριο του 1936 δημοσιεύτηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 375/1936 «Περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερική ασφάλεια της χώρας». Βασικός στόχος ήταν η αντιμετώπιση της κατασκοπείας και η προστασία των ευαίσθητων στρατιωτικών δεδομένων, η διαρροή των οποίων εγκυμονούσε κινδύνους για την ασφάλεια της χώρας. Προέβλεπε σοβαρές ποινές για όποιον παρέδιδε σε κάποιο μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, εντός η εκτός Ελλάδας, πληροφορίες για ζητήματα όπως επιτελικά σχέδια, υλικά στρατιωτικής φύσης, σχεδιαγράμματα, χάρτες, μέσα κρυπτογραφικής συνεννόησης, υλικά και εργασίες οχύρωσης, κ.ά. Το ίδιο ίσχυε και για όσους επιχειρούσαν να εισέλθουν, κρυφά ή με ψεύτικη ιδιότητα, σε περιοχές με αμυντικά έργα ή σε υπηρεσίες (στρατιωτικές, βιομηχανικές, συγκοινωνίας, κ.τ.λ), με σκοπό την συλλογή πληροφοριών ζωτικών για την ασφάλεια της χώρας.
Ειδικότερα για την οχύρωση, την ίδια χρονική περίοδο δημοσιεύτηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 376/1936 «Περί μέτρων ασφαλείας οχυρών θέσεων», με βάση τον οποίο όλες οι περιοχές, όπου υπήρχαν ή επρόκειτο να εκτελεσθούν έργα οχύρωσης, χαρακτηρίστηκαν ως «Αμυντικές Περιοχές». Η κάθε Αμυντική Περιοχή περιλάμβανε μια πρώτη περιμετρική ζώνη γύρω από τα οχυρωματικά έργα υπό την ονομασία «Απαγορευμένη Ζώνη» (Α.Ζ.). Όλες οι εδαφικές εκτάσεις, τα κτίσματα και οι εγκαταστάσεις εντός της ζώνης περιήλθαν στην κυριότητα του Δημοσίου και στην αποκλειστική χρήση των στρατιωτικών υπηρεσιών. Εντός της Απαγορευμένης Ζώνης απαγορευόταν η κυκλοφορία τόσο σε πολίτες όσο και σε στρατιωτικούς μη ευρισκόμενους σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Γύρω από κάθε Απαγορευμένη Ζώνη, καθώς και σχεδόν σε όλες τις παραμεθόριες περιοχές, οι οποίες συνήθως εκτείνονταν μέχρι 15-20 χιλιόμετρα νοτίως των συνόρων, υπήρχε το καθεστώς της «Επιτηρούμενης Ζώνης» (Ε.Ζ.). Στην Επιτηρούμενη Ζώνη η είσοδος και κυκλοφορία προσώπων και οχημάτων ήταν δυνατή υπό ορισμένους περιορισμούς, ενώ όσοι κάτοικοι κατοικούσαν εντός αυτών εφοδιάστηκαν με ειδικά δελτία ταυτότητας. Οι προβλεπόμενες ποινές για τους παραβάτες ήταν αυστηρές, καθώς οι στρατιωτικές αρχές έλαβαν ειδικά δικαιώματα ενάσκησης της ποινικής αγωγής.
Στην έδρα κάθε νομού, στην περιφέρεια του οποίου υπήρχε Αμυντική Περιοχή, λειτουργούσε μια «Επιτροπή Στρατιωτικής Ασφαλείας». Η επιτροπή αποτελούνταν από τον Νομάρχη, τον Επιτελάρχη της οικείας Μεραρχίας ή τον Διοικητή του Συνοριακού Τομέα, τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, του Διοικητή Χωροφυλακής και ενός ανώτερου αξιωματικού του Στρατού Ξηράς. Η επιτροπή εξέταζε τις περιπτώσεις των υπόπτων για την ασφάλεια της περιοχής και είχε τη δυνατότητα να αποφασίσει την εκτόπιση ενός ιδιώτη, με ή χωρίς την οικογένεια του, από την Επιτηρούμενη Ζώνη για διάστημα που έφθανε τα πέντε έτη.
Επίσης, όλες οι διερχόμενες συγκοινωνίες πάσης φύσεως εντός των Αμυντικών Περιοχών απαγορεύθηκαν για απεριόριστο χρονικό διάστημα. Το ίδιο ίσχυσε και για τις εναέριες συγκοινωνίες, μιας και ο εναέριος χώρος τέθηκε υπό την αρμοδιότητα του υπουργείου Αεροπορίας, το οποίο πλέον ήταν υπεύθυνο για εφαρμογή της απαγόρευσης, Τα δρομολόγια των εγχώριων και διεθνών αερογραμμών προσαρμόστηκαν με τέτοιο τρόπο, ώστε καμία πτήση να μην πραγματοποιούνταν πάνω από αυτές τις περιοχές. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτέλεσε η κατάργηση του διεθνούς αεροπορικού διαδρόμου Κούλας – Σιδηροκάστρου και ο καθορισμός ενός νέου διαδρόμου πτήσεως Πετριτσίου – Κερκίνης.
Το τελευταίο και σημαντικότερο μέτρο για την ασφάλεια των οχυρωματικών έργων αποτέλεσε η τεχνητή απόκρυψη. Στη Διεύθυνση Φρουρίου Θεσσαλονίκης συστάθηκε και λειτούργησε ειδικό τμήμα, το οποίο ασχολούνταν με την μελέτη και την εφαρμογή των μεθόδων τεχνητής απόκρυψης, την εκπαίδευση ειδικού προσωπικού, την εκπόνηση μελετών αναφορικά με τις ενδεικνυόμενες μεθόδους τεχνητής απόκρυψης για το κάθε οχυρό ξεχωριστά και την προμήθεια των αναγκαίων υλικών. Η τεχνητή απόκρυψη των εργασιών διακρινόταν σε προσωρινή και μόνιμη. Η προσωρινή απέβλεπε στην απόκρυψη των οχυρωματικών έργων κατά τη διάρκεια της κατασκευής τους από την εδαφική και εναέρια παρατήρηση εκ μέρους των Βουλγάρων. Αντιθέτως, η μόνιμη στόχευε στην απόκρυψη των οχυρωματικών έργων από την στιγμή της αποπεράτωσης τους έως την περίοδο της πολεμικής δράσης. Κύριο μέλημα της μόνιμης τεχνητής απόκρυψης ήταν η εξάλειψη των γεωμετρικών σχημάτων που διαφαίνονταν από τα επιφανειακά έργα και δημιουργούσαν έντονες φωτοσκιάσεις, γεγονός που εύκολα θα πρόδιδε τη θέση τους.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος το πρόσθιο τμήμα και μέρος των πλευρών του έργου καλυπτόταν με ένα δικτυωτό πλέγμα αποτελούμενο από έναν σκελετό από σιδερένιες ράβδους. Οι διαστάσεις των τετραγώνων του πλέγματος κυμαίνονταν από 5 μέχρι 8 εκατοστά κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι κατακόρυφες πλευρές των έργων να σχημάτιζαν κεκλιμένα επίπεδα, μέσω των οποίων αποφεύγονταν οι έντονες φωτοσκιάσεις. Σε ένα κατάλληλο σημείο του πλέγματος κατασκευαζόταν μια θυρίδα, που επέτρεπε την ελεύθερη εκτέλεση βολής. Η θυρίδα καλυπτόταν από ένα παραπέτασμα, το οποίο μπορούσε να ανοίξει και να κλείσει κατά περίσταση από το εσωτερικό του έργου. Επάνω στον σκελετό του πλέγματος γινόταν πρόσδεση από τεμάχια λινάτσας σε ακανόνιστες λωρίδες, ώστε να καλύπτεται ολόκληρος ο σκελετός. Τα τεμάχια λινάτσας ήταν βαμμένα σε χρώμα παρόμοιο με το έδαφος γύρω από το οχυρό, ενώ το υπόλοιπο ακάλυπτο κομμάτι του οχυρού χρωματιζόταν με ειδική κατάλληλη απόχρωση.
Παρόμοια πρακτική εφαρμόστηκε και στους χώρους που περιέβαλαν το οχυρό, καθώς οι διάφορες εκσκαφές, οι συγκεντρώσεις υλικού, η δημιουργία οδών προσπέλασης και οι υπόλοιπες «αποδείξεις» κατασκευής του έργου έπρεπε να εξαφανιστούν. Για την κάλυψη των χώρων προτιμήθηκαν φυσικά μέτρα, όπως μεταφυτεύσεις δένδρων και θάμνων βλάστησης όμοιας με αυτήν που προϋπήρχε γύρω από τα οχυρά, σπορά άγριων ποωδών φυτών (βάτος, πτέρη, κ.ά), φύτευση κατάλληλων αναρριχόμενων αειθαλών φυτών και γενικότερα αναδάσωση των περιοχών, οι οποίες στερούνταν δένδρα. Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχε μέριμνα, ώστε η νέα βλάστηση να μην παρακώλυε την παρατήρηση και την βολή των επιφανειακών έργων. Ακόμη, για την παραπλάνηση της εχθρικής παρατήρησης δημιουργήθηκαν διάφορα ψεύτικα έργα, που έμοιαζαν με αληθινά. Τέτοια έργα κατασκευάστηκαν σε ορισμένα οχυρά, αλλά και σε τοποθεσίες που δεν υπήρχαν καθόλου οχυρωματικά έργα.
Η καταλληλότητα της τεχνητής απόκρυψης ελέγχονταν από πτήσεις φίλιων αναγνωριστικών αεροπλάνων πάνω από τις οχυρωμένες περιοχές. Μέσω των πτήσεων πραγματοποιούνταν λήψεις εναέριων φωτογραφιών, οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο μελέτης του αρμόδιου τμήματος της Δ.Φ.Θ. Τα χρήσιμα συμπεράσματα που προέκυπταν συνέβαλαν σημαντικά στην σταδιακή βελτίωση του συστήματος απόκρυψης των έργων. Η συντελεσθείσα εργασία ήταν εξαιρετικά ουσιώδης, διότι, καθ’ όλη την διάρκεια των εργασιών οχύρωσης, βουλγαρικά αεροπλάνα πραγματοποιούσαν πτήσεις στην περιοχή, οι οποίες δεν τερματίστηκαν, παρά τις επαναλαμβανόμενες διαμαρτυρίες της ελληνικής κυβέρνησης.
Εν τέλει, η τεχνητή απόκρυψη και παραλλαγή αποδείχθηκε αποτελεσματική, μιας και οι Βούλγαροι δεν είχαν αξιόπιστες πληροφορίες για τα οχυρά, ενώ και οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να εντοπίσουν τα φατνώματα των ελληνικών οχυρών πριν την έναρξη των επιχειρήσεων. Το γενικότερο σύστημα μυστικότητας και απόκρυψης των οχυρωματικών έργων αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό στο σύνολο του, μιας και δεν παρατηρήθηκαν διαρροές πληροφοριών και υπήρχε άγνοια από την πλευρά των εχθρικών στρατευμάτων αναφορικά με την ακριβή θέση και έκταση των ελληνικών οχυρών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αρχείο Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ.).
- Αρχείο Ιωάννου Μεταξά (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αθήνα).
- Εφημερίς της Κυβερνήσεως (Φ.Ε.Κ).
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και την Δυτική Θράκην, Αθήνα 1956.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Οχύρωσης της παραμεθορίου ζώνης: 1937-1940, Αθήνα 1956.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η τεχνική πλευρά της οχύρωσης της παραμεθόριας ζώνης: 1936-1940, Αθήνα 1987.
- Κορόζης Αθανάσιος, Οι πόλεμοι 1940-1941: Επιτυχίαι και ευθύναι, τ. Α’, Αθήνα 1957.
- Παπάγος Αλέξανδρος, Ο ελληνικός στρατός και η προς πόλεμον προπαρασκευή του: από Αυγούστου 1923 μέχρι Οκτωβρίου 1940, Αθήνα 1945.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Διάλεξη στην ημερίδα Οχυρά 1941 – Το 2ο “ΟΧΙ” που πραγματοποιήθηκε την 1/2/2017 στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών. Όλες οι παρουσιάσεις περιλαμβάνονται στην έκδοση : “Η εποποιία του Ρούπελ & τα οχυρά της Γραμμής Μεταξά” (Εκδόσεις Πελασγός – Κοιν.Σ.Επ. Άγκιστρο Δράση – 2017).
INFO⊃ Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία, στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία από το ίδιο τμήμα. Αποτελεί μέλος της Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας (Ε.Ι.Ε.), επιστημονικός συνεργάτης της Κοιν.Σ.Επ. «Άγκιστρο Δράση» και συντονιστής της Ομάδας Ιστορικής Έρευνας και Καταγραφής του σωματείου «Στενωπός: Οχυρώσεις Μπέλες και Αγκίστρου». Εργάστηκε στο Ιστορικό Αρχείο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ως μεταπτυχιακός υπότροφος και αποτέλεσε εξωτερικό συνεργάτη του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου (ΙΜΧΑ), για τρία χρόνια. Έχει συμμετοχές σε ιστορικά συνέδρια στην Ελλάδα, καθώς και αρκετές δημοσιεύσεις σε βιβλία και περιοδικά ιστορικού περιεχομένου. |
-
1 Ψηφιακή αναπαράσταση υπογείου καταφυγίου 12 κλινών
-
2 Πως ξέρουμε για τον θάνατο του Ίτσιου στο Π8 του Μπέλλες ;
-
3 Die Wehrmacht : “Διασπάμε την Γραμμή Μεταξά”
-
4 Οι αποφάσεις για την οχύρωση της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου
-
5 80 Χρόνια από τη “Μάχη των Οχυρών”
-
6 Η γερμανική επίθεση στην “Γραμμή Μεταξά”
-
7 Ο αγώνας οχυρών και πολυβολείων στο Μπέλλες
-
8 Γραμμή Μαζινό – Γραμμή Μεταξά : Κοινός αγώνας – Κοινή μοίρα
-
9 Τα οχυρά του Κάτω Νευροκοπίου και Ροδόπης στον Β΄ Π.Π.
-
10 Πως επέστρεψε η Σημαία του Ρούπελ στην Ελλάδα