Οι αποφάσεις για την οχύρωση της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΝΙΚΟΛΤΣΙΟΣ*
Συνταγματάρχης ε.α. – Ερευνητής – Συγγραφέας

Οι αποφάσεις για την οχύρωση της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου Mετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων το ελληνικό κράτος απέκτησε κοινά χερσαία σύνορα, εκτός από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με την Αλβανία, τη Σερβία και τη Bουλγαρία, γεγονός που κατέστησε επιμηκέστερη τη γραμμή των χερσαίων συνόρων του. H Βουλγαρία, που νικήθηκε στο B’ Βαλκανικό Πόλεμο, αναγκάστηκε να εκχωρήσει στην Eλλάδα εδάφη, για τα οποία όμως εξακολουθούσε να διατηρεί επεκτατικές βλέψεις. Έτσι μια μελλοντική σύγκρουση με την Eλλάδα ήταν πιθανή.

Aνάλογοι λόγοι οχύρωσης των συνόρων με την Aλβανία και τη Σερβία δεν υπήρχαν. Έτσι με σχέδιο που εκπονήθηκε το 1914 από τον Διευθυντή της B’ Eπιτελικής Διεύθυνσης, Aντισυνταγματάρχη τότε, Iωάννη Mεταξά, άρχισαν την ίδια χρονιά τα έργα οχύρωσης της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Oι φόβοι της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Eλλάδας για τον κίνδυνο από τη Bουλγαρία θ’ αποδειχθούν βάσιμοι πολύ σύντομα. Στις 13 Mαΐου 1916 μονάδες του Γερμανικού και του Βουλγαρικού Στρατού περνάvε την ελληνική μεθόριο και μετά από αμήχανες και αδέξιες αντιδράσεις της ουδέτερης Eλληνικής Kυβέρνησης, καταλαμβάνουν σχεδόν αμαχητί το Οχυρό Pούπελ, το οποίο διατάχθηκε να παραδοθεί.

Mε τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Eλλάδα συμπεριέλαβε στο έδαφός της και πάλι τα οχυρά που είχε δημιουργήσει, μαζί με τα υπόλοιπα εδαφικά οφέλη που της παραχωρήθηκαν από τις δυνάμεις της Aντάντ. Οι ενέργειες οχύρωσης της ελληνικής μεθορίου προς τη Βουλγαρία άρχισαν ξανά το 1936 και συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια του Eλληνοϊταλικού Πολέμου. Έτσι, τις παραμονές του Eλληνογερμανικού Πολέμου τα έργα οχύρωσης είχαν σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί.

Το 1940 από το συνολικό μήκος των 497 χιλιομέτρων της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, η οχυρωμένη τοποθεσία κάλυπτε τα 215 χιλιόμετρα και περιλάμβανε κυρίως την αμυντική οχυρωμένη τοποθεσία, που ήταν πια ευρέως γνωστή ως γραμμή Mεταξά, από το όνομα του εμπνευστή της, που πλέον ήταν Πρωθυπουργός της Eλλάδας. Tα οχυρά είχαν κατασκευαστεί σύμφωνα με τις σύγχρονες για την εποχή αντιλήψεις διεξαγωγής πολέμου. Παρόμοιες οχυρωματικές γραμμές είχαν επίσης κατασκευάσει οι Γάλλοι, τη γραμμή Mαζινό, και οι Γερμανοί τη γραμμήZίγκφριντ.

O κύριος ρόλος των οχυρών εξακολουθούσε, όπως και την εποχή της πρώτης κατασκευής τους, να είναι η αντίσταση σε αιφνιδιαστική προσπάθεια εισβολής, ενώ θα διεξάγεται επιστράτευση και θα συγκροτείται στρατός εκστρατείας. Με τα οχυρά θα εξασφαλιζόταν επίσης η γραμμή του μετώπου που θα υποστηριζόταν όχι μόνο από την επιστράτευση που θα είχε προηγηθεί, αλλά και από το ότι ο εχθρός θα υποχρεωνόταν να πολεμήσει σε προεπιλεγμένη τοποθεσία, όπου σαφώς υπερίσχυε ο ελληνικός σχεδιασμός. Οι μεγάλης κλίμακας εργασίες οχύρωσης από τη Στρατιωτική Υπηρεσία στη Βόρεια Ελλάδα παρέμειναν και παραμένουν ακόμη άγνωστες, όχι μόνο στο ευρύ κοινό, αλλά και στο ελληνικό στρατιωτικό κοινό, και αυτό γιατί από την εποχή των κατασκευών, το Γενικό Επιτελείο Στρατού απαγόρευε απολύτως την είσοδο στις υπό οχύρωση περιοχές, ακόμη και στους διοικητές των μεγάλων μονάδων. Ποτέ δεν είχε γίνει επίσημη περιγραφή ή παρουσίαση. Απαγορευόταν αυστηρά η παρουσία και μόνο φωτογραφικής μηχανής στη ζώνη ευθύνης των οχυρών, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν φωτογραφίες από την κατασκευή των έργων.

Η οχύρωση αυτή υπήρξε αποκλειστικά και από κάθε πλευρά ελληνικό προϊόν. Η στρατιωτικής φύσεως σχεδίαση έγινε από Έλληνες αξιωματικούς. Η κατασκευή των έργων έγινε από τεχνικές εταιρείες το δε Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο προσέφερε πρόθυμα και με επιτυχία όλες τις απαραίτητες τεχνικές συμβουλές. Αποτελεί μεγάλη τιμή και δείχνει την επιτυχή σχεδίαση από πλευράς των Ενόπλων Δυνάμεων το γεγονός ότι, παρά το πολυάριθμο εργατοτεχνικό προσωπικό που εργάστηκε, δεν διέφυγε ούτε ένα στρατιωτικό μυστικό.

Εκείνη την περίοδο, η Ελλάδα συνδεόταν με τη Γιουγκοσλαβία με συμμαχία, η δε Αλβανία ήταν μικρό και φτωχό κράτος και υπολογιζόταν ως σχεδόν ανύπαρκτη στρατιωτική απειλή.

Η έλλειψη μελετών οχύρωσης επέβαλε τη μελέτη από την αρχή, γεγονός που επέφερε σημαντική καθυστέρηση στην έναρξη των κατασκευών. Το πρώτο βήμα ήταν η συγκρότηση στις 2 Αυγούστου 1935 επιτροπής, που αργότερα ονομάστηκε Επιτροπή Μελετών Οχύρωσης.

Η ανωτέρω επιτροπή είχε εντολή να υποβάλλει πρακτικό στο οποίο θα καθορίζονταν σαφώς:

  1. Ποια ήταν η προτιμητέα μορφή οχύρωσης της ζώνης προκαλύψεως
  2. Ποια ήταν η γενική γραμμή χάραξης των έργων, αλλά και ο κατά το δυνατόν προσδιορισμός των έργων
  3. Ποιά ήταν η απαιτούμενη δαπάνη, κατά προσέγγιση
  4. Πώς θα γινόταν η οργάνωση της εργασίας αυτής και η πρόοδος της οχύρωσης, με σκοπό την καλύτερη και ταχύτερη εκτέλεσή της.

Η επιτροπή άρχισε να εργάζεται για τη μελέτη της οχύρωσης από τον Αξιό μέχρι τον Έβρο. Τα έργα τα οποία θα κατασκευάζονταν, θα έπρεπε να άντεχαν σε συστηματική βολή πυροβόλων διαμετρήματος 220 χλστ. (δηλαδή η κατασκευή θα έπρεπε να αντέχει στην πρόσκρουση δύο βλημάτων των 220 χλστ. στο ίδιο σημείο). Από το 1939, όμως, έγινε δεκτό από το ΓΕΣ ότι, για λόγους οικονομίας, τα προστατευτικά πάχη του σκυροδέματος πρέπει να υπολογίζονται με βάση την πτώση ενός μόνο βλήματος σε κάποιο σημείο, επειδή θεωρήθηκε σπάνια η περίπτωση πτώσης δύο βλημάτων στο ίδιο σημείο.

Στις αρχές του 1936 το ΓΕΣ ξεκίνησε την κατασκευή των Οχυρών. Το 1938 σημειώθηκε το μεγαλύτερο άλμα στην εξέλιξη των ιδεών οχύρωσης, με αποτέλεσμα να επιτευχθεί σημαντική αύξηση ισχύος των έργων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην αποκτηθείσα κατά τα προηγούμενα δυο έτη εμπειρία, αλλά και στην πραγματοποιηθείσα επίσκεψη στη γαλλική οχυρωμένη γραμμή Μαζινό, το καλοκαίρι του 1938, μετά από άδεια της Γαλλικής Κυβερνήσεως. Οι εντυπώσεις που αποκόμισαν οι αξιωματικοί που επισκεύθηκαν τη γραμμή Μαζινό επέδρασαν σημαντικά στη μορφή της οχύρωσης και συνέτειναν στη βελτίωσή της, με αποτέλεσμα την αύξηση της ισχύος της οχύρωσης.

Οι εργασίες κατασκευής των έργων έγιναν με δημόσιο ή πρόχειρο διαγωνισμό, μεταξύ ορισμένων εργολάβων που παρείχαν εγγύηση γρήγορης και καλής εκτέλεσης του έργου, ενέπνεαν εμπιστοσύνη, αλλά και ήταν υψηλού εθνικού φρονήματος.

Το εργατικό προσωπικό επιλεγόταν με μεγάλη προσοχή. Κάθε περίπτωση ακαταλληλότητας ή απειθαρχίας οδηγούσε σε απόλυση. Το προσωπικό προσλαμβανόταν, μέσω των κατά τόπους αστυνομικών αρχών και εφοδιαζόταν με ειδικό δελτίο ταυτότητας. Εργάτες από τη Νότια Ελλάδα και τα νησιά μεταφέρονταν διά θαλάσσης στη Μακεδονία και από εκεί σιδηροδρομικά ή με άλλα οχήματα έφθαναν νύχτα στα εργοτάξια για να μην γνωρίζουν το ακριβές σημείο στο οποίο επρόκειτο να εργασθούν. Η πρόσληψη των εργατών γίνονταν κατόπιν επιλογής και εξακρίβωσης των κοινωνικών και εθνικών τους φρονημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι υπηρέτησαν στο στρατό και έδειξαν καλή διαγωγή, προκειμένου να μην υπάρχει πιθανότητα να εισχωρήσει μέσα στους εργάτες πληροφοριοδότης της βουλγαρικής πλευράς. Έτσι οι ντόπιοι κάτοικοι της Mακεδονίας και της Θράκης, αν και έμαθαν για τα έργα που γίνονταν, δεν γνώριζαν τι ακριβώς έργα ήταν αυτά.

Για να αποφευχθεί η δράση της εχθρικής κατασκοπείας, κατά τη διάρκεια των εργασιών της οχύρωσης, λήφθηκαν αυστηρά μέτρα, τα οποία και πέτυχαν την απόκρυψη των εργασιών. Οι Γερμανοί αξιωματικοί, μετά την κατάληψη της Ελλάδας, δήλωσαν ότι οι Βούλγαροι σύμμαχοί τους παρά την προσπάθεια δεν κατόρθωσαν να έχουν σαφείς πληροφορίες για τα κατασκευαζόμενα έργα δίπλα στη μεθόριο. Μετά την ολοκλήρωση του έργου γινόταν τεχνητή μόνιμη προσπάθεια απόκρυψης του επιφανειακού έργου, με κατάλληλη βαφή, ώστε να προσαρμόζονται στο γύρω έδαφος. Τον πρώτο κιόλας χρόνο η φυσική βλάστηση της περιοχής βοήθησε στην απόκρυψη των οχυρών.

Το 1936 κατασκευάστηκε το πρώτο πολυβολείο της γραμμής Μεταξά στο Οχυρό Λίσσε, τα εγκαίνια του οποίου έκανε ο Αρχηγός του ΓΕΣ Αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος.

Το ΓΕΣ αποφάσισε να εξοπλίσει τα οχυρά με τον υπάρχοντα οπλισμό, επειδή η προμήθεια νέων όπλων απαιτούσε μεγάλες δαπάνες και μεγάλο χρονικό διάστημα για την προμήθεια των όπλων. Η απόφαση αυτή, εκτός του γεγονότος ότι ήταν οικονομικότερη, παρουσίαζε το πλεονέκτημα ότι τα στελέχη θα χρησιμοποιούσαν γνωστά σε αυτούς όπλα και δεν ήταν απαραίτητη η εκπαίδευση.

Σχεδιάζοντας τα οχυρά το ΓΕΣ είχε καταλήξει στην απόφαση ότι η συνδρομή του Πυροβολικού στον αγώνα θα γίνεται: 1) Με πυροβόλα ταγμένα εκτός των οχυρών, τα οποία θα δρούσαν από προπαρασκευασμένη θέση και 2) με πυροβόλα ταγμένα εντός των οχυρών και δημιουργία πυροβολείων πλαγιοφυλάξεως.

Για την στοιχειώδη αντιαεροπορική άμυνα των οχυρών έγινε η προμήθεια γερμανικών αντιαεροπορικών πυροβόλων Ραϊμένταλ Μ1937. Για την αντιαρματική άμυνα των Οχυρών το ΓΕΣ κατόρθωσε τον Ιούλιο του 1937 να υπογράψει συμφωνία με το γερμανικό εργοστάσιο Ραϊμένταλ για την προμήθεια 24 πυροβόλων των 37 χλστ., αλλά ο αριθμός αυτός ήταν ανεπαρκής για την αντιαρματική θωράκιση όλων των οχυρών. Το 1938 έγινε δεύτερη προσπάθεια προμήθειας και άλλων τέτοιων όπλων, αλλά δεν έγινε δυνατή η προμήθεια, επειδή η Γερμανία ζήτησε ανάλογες ποσότητες μεταλλευμάτων (π.χ. χρωμίου), που είχε ανάγκη για την πολεμική της βιομηχανία, η Ελληνική Κυβέρνηση αρνήθηκε να προμηθεύσει τη Γερμανία και η νέα παραγγελία ματαιώθηκε. Κατόπιν αυτού, το ΓΕΣ αποφάσισε, μετά από δοκιμές, να χρησιμοποιήσει σαν αντιαρματικά πεδινά πυροβόλα Σνάιντερ των 75 χλστ. Για την παθητική αντιαρματική άμυνα κατασκευάστηκαν κωλύματα από σιδηροτροχιές. Ανθεκτικότερο αντιαρματικό από τις σιδηροτροχιές ήταν οι πεσσοί (δόντια του δράκου) από σιδηροπαγές σκυρόδεμα.

Από το 1938 μελετήθηκε η χρησιμοποίηση οβίδων παλιών πυροβόλων για την καταστροφή αρμάτων, με τη μορφή αντιαρματικής νάρκης, επειδή η προμήθεια αντιαρματικών ναρκών από τη Γαλλία δεν επιτεύχθηκε. Είχαν επίσης τοποθετηθεί και χειροβομβίδες, υπό μορφή νάρκης κατά προσωπικού, δηλαδή «παγίδες χειροβομβίδων», δεμένες από την περόνη με λεπτό σύρμα, που γινόταν αθέατο στο πράσινο χορτάρι του Απριλίου.

Κάθε οχυρό διέθετε δεξαμενές νερού. Η αποθήκευση ύδατος υπολογιζόταν ημερησίως σε 10 λίτρα για κάθε στρατιώτη, 20 λίτρα για κάθε αξιωματικό και κρεβάτι σταθμού επίδεσης. Τα τηλέφωνα, οι τηλεφωνικοί πίνακες και οι συσκευές ασυρμάτου που χρησιμοποιήθηκαν ήταν γερμανικά, τύπου Λώρενς. Ο φωτισμός των στοών και των καταφυγίων εξασφαλιζόταν κυρίως με λύχνους πετρελαίου, που ήταν εγκατεστημένοι σε ειδικές υποδοχές της τοιχοποιίας των έργων. Στον ένα τοίχο της στοάς, στο ύψος του ώμου, τοποθετήθηκε συνεχής μεταλλική ταινία, πλάτους 10 εκ. για να αναγνωρίζουν οι υπηρετούντες στο οχυρό αν εισέρχονται ή οδηγούνται προς την έξοδο αυτού. Αν η ταινία ήταν στα δεξιά τους, τότε εισέρχονταν, αν ήταν στ’ αριστερά τους οδηγούνταν προς την έξοδο. Σε περίπτωση τέλειας συσκότισης εντός της στοάς, η ταινία γίνονταν αντιληπτή με κρούση των χειρών επάνω της.

Η φρουρά των οχυρών μπορούσε να διαβιώσει για διάστημα 25 ημερών χωρίς ανεφοδιασμό, χρησιμοποιώντας τα αναλώσιμα τρόφιμα του δεκαπενθημέρου και τα εφεδρικά τρόφιμα ενός δεκαημέρου.

Αμέσως μετά την κατασκευή των οχυρών έγινε αντιληπτό ότι είναι απαραίτητη η επάνδρωσή τους με ειδικά επιλεγμένο και εκπαιδευμένο στρατιωτικό προσωπικό για να είναι σε θέση να αμυνθούν σε αιφνιδιαστική επίθεση. Οι οπλίτες, που υπηρετούσαν τις παραμονές της γερμανικής επίθεσης ήταν καλά εκπαιδευμένοι, άριστα καταρτισμένοι, με υψηλό ηθικό και γνώριζαν πλήρως την αποστολή τους. Ιδιαίτερη μέριμνα λήφθηκε για την ηθική διαπαιδαγώγηση των ανδρών, προκειμένου να αποκτήσουν πλήρη εμπιστοσύνη στην αμυντική ισχύ του οχυρού και να ενστερνιστούν την ιδέα ότι η άμυνα θα συνεχιστεί μέχρι της ανάλωσης και του τελευταίου πυρομαχικού.

Τις παραμονές της γερμανικής επίθεσης η οχυρωμένη γραμμή Mεταξά περιλάμβανε, από δυτικά προς τα ανατολικά, τα εξής 21 οχυρά: Παπαδοπούλα (Ποποτλίβιτσα), Iστίμπεη, Kελκαγιά, Aρπαλούκι, Παλιουριώνες, Pούπελ, Kαρατάς, Kάλη, Περσέκ, Mπαμπαζώρα, Mαλιάγκα, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Nτάσαβλη, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Kαστίλο, Άγιος Νικόλαος, Mπαρτίσεβα, Eχίνος και Nυμφαία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Ζαλοκώστα Χρήστου, Ρούπελ, Αθήνα, 1944
  • Έκθεσις της Πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων ( Β’ τόμος), Αθήνα, 1968
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,(ΙΕ’ τόμος), Αθήνα, 1978
  • ΓΕΣ/ΔΙΣ, Επίτομη ιστορία του ελληνοΐταλικού και ελληνογερμανικού πολέμου 1940-1941 (επιχειρήσεις του Στρατού Ξηράς), Αθήνα, 1985
  • ΓΕΣ/ΔΙΣ, Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια 1914-18, Αθήνα, 1958
  • ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αγώνες εις την Ανατολικήν Μακεδονίαν και την Δυτικήν Θράκην (1941), Αθήνα, 1985
  • Νικόλτσιος Βασίλειος- Xαδιά Αναστασία, Ρούπελ, το οχυρό της ιστορίας και της μνήμης, Eurobooks, Αθήνα, 2000
  • Νικόλτσιος Βασίλειος- Xαδιά Αναστασία, Οχυρό Ρούπελ, Λόγος & Εικόνα, θεσσαλονίκη, 2008
  • Νικόλτσιος Βασίλειος-Xαδιά Αναστασία, Ρούπελ, το οχυρό της αντίστασης, της αξιοπρέπειας, του ηρωισμού, Λόγος & Εικόνα, θεσσαλονίκη, 2017

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Διάλεξη στην ημερίδα Οχυρά 1941 – Το 2ο “ΟΧΙ” που πραγματοποιήθηκε την 1/2/2017 στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών. Όλες οι παρουσιάσεις περιλαμβάνονται στην έκδοση : “Η εποποιία του Ρούπελ & τα οχυρά της Γραμμής Μεταξά” (Εκδόσεις Πελασγός – Κοιν.Σ.Επ. Άγκιστρο Δράση – 2017).

INFO⊃ Κατάγεται από την Ηράκλεια Σερρών. Σπούδασε στο Φαρμακευτικό τμήμα της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων και αποστρατεύτηκε το 2002, με αίτησή του, με το βαθμό του Συνταγματάρχη Φαρμακοποιού ε.α. Για περισσότερα από 40 χρόνια ασχολείται διεξοδικά με την ιστορική έρευνα, τη συγκέντρωση, συντήρηση, διάσωση, διαφύλαξη και προβολή ιστορικού υλικού και έχει στην κατοχή του περισσότερα από 10.000 ιστορικά κειμήλια της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Είναι συγγραφέας 16 ιστορικών έργων, που έχουν σχέση με τη Νεώτερη Ελληνική Ιστορία και τη «Μάχη των Οχυρών». Είναι διευθυντής του Ιδρύματος του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και το 2004 παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας για διακεκριμένες υπηρεσίες προς πατρίδα και τις Ένοπλες Δυνάμεις.  

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία περιήγησής σας. Πολιτική Απορρήτου

error: Content is protected !!
metaxasline.gr